- σκεπάζονται
- σκεπάζωcoverpres ind mp 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αρχιτεκτονική — Επιστήμη που αναφέρεται στην τέχνη της οικοδομικής και στους διάφορους ρυθμούς της. Ο όρος, στην ευρύτερη έννοιά του, σημαίνει την τεχνική και την επιστήμη της κατασκευής. Όπως δείχνει η ετυμολογία του, ο όρος αρχιτέκτονας προϋπέθετε, ήδη στην… … Dictionary of Greek
κρεβάτι — Έπιπλο πάνω στο οποίο κοιμάται ή αναπαύεται κάποιος. Το κ. αποτελείται από ένα μεταλλικό ή ξύλινο πλαίσιο, στηριζόμενο συνήθως σε τέσσερα πόδια, στο οποίο προσαρμόζεται ένα πλέγμα (σούστα) –μεταλλικό κατά κύριο λόγο– που αποτελεί και τη βάση του… … Dictionary of Greek
πίπα — I (pipa). Γένος βατράχων της Νότιας Αμερικής, που ανήκει στην οικογένεια των Πιπιδών. Το είδοςβάτραχος του Σουρινάμφτάνει σε μήκος τα 20 εκ. Το σώμα του είναι κοντό, πλατύ, με μικρό πλατύ τριγωνικό κεφάλι. Στην εποχή της αναπαραγωγής, το δέρμα… … Dictionary of Greek
πεταλούδα — I Ακμαίο στάδιο των λεπιδόπτερων. Είναι έντομο με μικρό κεφάλι, αλλά ιδιαίτερα αναπτυγμένο κατά την έννοια του πλάτους τα πλευρικά μάτια είναι σύνθετα, μεγάλα και αποτελούνται από πολυάριθμα ομματίδια ή απλά μάτια (μέχρι 27.000 στη σφίγγα του… … Dictionary of Greek
ποδοσκέπασμα — το, Ν μικρό κομμάτι από ζεστό ύφασμα για να σκεπάζονται τα πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόδι + σκέπασμα, (απόδοση τού γαλλ. couvre pied(s)] … Dictionary of Greek
σπορά — Η γεωργική εργασία της τοποθέτησης του σπόρου στο οργωμένο έδαφος. Παλιότερα γινόταν με το χέρι και, ανάλογα με το είδος της καλλιέργειας, οι σπόροι ή διασκορπίζονταν προς όλες τις κατευθύνσεις ή τοποθετούνταν σε αυλακιές. Σήμερα, εξαιτίας της… … Dictionary of Greek
τριχόπτερα — Τάξη εντόμων, που ανήκει στα νευρόπτερα. Τα έντομα αυτά έχουν μικρό ή μέτριο μέγεθος και 4 μεμβρανώδη φτερά, που σκεπάζονται από τρίχωμα και λεπτά λέπια. Οι προνύμφες τους είναι υδρόβιες. Κυριότερη οικογένεια της τάξης αυτής είναι οι φρυγανίδες.… … Dictionary of Greek
φρεγατίδες — (Fregatidae). Στεγανόποδα υδρόβια πτηνά των τροπικών θαλασσών. Πετούν με μεγάλη ευχέρεια, αλλά δυσκολεύονται να περπατήσουν στο έδαφος. Αποφεύγουν να βουτούν στη θάλασσα γιατί, όταν βραχούν, δυσκολεύονται να πετάξουν. Οι φρεγάτες, όπως… … Dictionary of Greek
Αιθιοπία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής.Συνορεύει στα Β και στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Κένυα, στα ΝΑ με τη Σομαλία και στα ΒΑ με το Τζιμπουτί και την Ερυθραία.Μετά την απόσπαση της Ερυθραίας (1993), η Α. (αιθιοπ. Γιατγιόπια Μανγκουίστ) δεν έχει πλέον … Dictionary of Greek
Αυγουστινιανοί — Δυτικό μοναχικό τάγμα που συγκροτήθηκε από μοναχούς της κεντρικής Ιταλίας με βάση τον λεγόμενο Αυγουστίνειο κανόνα, έργο άγνωστου συγγραφέα. Το τάγμα αυτό διακρίνεται για τον αυστηρά λιτοδίαιτο και ασκητικό τρόπο ζωής των μελών του. Μεταξύ των… … Dictionary of Greek